- σημαιοστόλιστος
- η , ο[ν] украшенный знамёнами, флагами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σημαιοστόλιστος — η, ο, Ν σημαιοστολισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημαία + στόλιστος (< στολίζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Κωνστ. Πωπ] … Dictionary of Greek
σημαιοστόλιστος — η, ο στολισμένος με σημαίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)